Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Η παρέλαση των τρόμων

Έχεις νιώσει πόσο είναι δύσκολο να σταθείς ευθυτενής όταν παρελαύνουν οι τρόμοι; Χωρίς να θες σκεβρώνεις, σκύβεις, οι ώμοι κλείνουν, τα γόνατα λυγίζουν και θυμάσαι τη μήτρα που αιώνες σε κουβάλαγε και τη ζέστα του αίματος αναζητάς και μόνο αυτό δεν βρίσκεις, παρά τα μάτια- διαστήματα στο χάος καρφώνεις στα τέρατα που πήραν ζωή από το κεφάλι σου κι απ΄ των άλλων την κατακραυγή.

Και τότε που τα σχήματα αλλάζουν πρόσωπο και ξεδιπλώνουν σεντόνια ματωμένα στα μπαλκόνια με τις μιμόζες, εσύ πού ήσουνα;
Και τότε που στη γωνιά με το’ να πόδι σηκωμένο στον αέρα μετρά τις ώρες με τις μύγες και τα νερά του βάλτου απ τα παράθυρα με τις δαντέλες, εσύ πού ήσουνα;
Και όταν πήρε ένα γυαλί και κομματιάζοντας το μουνί της λευτέρωσε το μίσος της στα κεντημένα μαξιλαράκια και στα σάβανα της ορφανής άνοιξης, εσύ πού ήσουνα;
Κι όταν αποχαιρετά όχι χωρίς πόνο την ομορφιά σε χώρους κλειστούς και πνιγηρούς απ΄ τα όσα όχι που άκουσε και κλείνει για πάντα το θέλω της, μυρωμένο και ανικανοποίητο, στην κοιλιά της που φουσκώνει άθελα, εσύ πού ήσουνα;
Κι όταν τρέμει τη ζυγαριά της κρίσης θα ναι βαριά να πάρει στο ζύγι χρυσάφι την υποταγή κι ας τρελαθεί απ τη σιωπή που αποτέφρωσε τους πόθους σ’ εφιάλτες τρόμους και χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, εσύ πού ήσουνα;
Πουθενά. Γιατί δεν είσαι. Δεν υπάρχεις τότε πουθενά.
Κι ας στέκεσαι ευθυτενής στην παρέλαση των τρόμων.
Είναι που σου χουν χύσει τσιμέντο στη σπονδυλική σου στήλη κι είναι που υδρόθειο κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες σου κι είναι που σου χουνε ράψει και το στόμα κι αντί χέρια έχεις δυο γάντζους να γραπώνεις τα καλαμπόκια τα μαύρα σύννεφα και τις επευφημίες του πλήθους που αλαλάζει.
Γι αυτό δεν είσαι. Ενώ η άλλη αφού εξαγνιστεί και γίνει φωτοστέφανο στο προσκεφάλι του Δράκουλα και σταγόνα δροσιάς στο λαιμό της δαγκωμένης παρθένας-γυναίκας, αφού διαπλεύσει τα βρώμικα νερά της Βενετίας σαν βεντάλια και κοκκινάδι χειλιών, θα προφτάσει να νεκροφιλήσει διάφορους έστω φίλους που αυτοκτόνησαν από τύψη, για να καταλήξει άγιο κρασί στο δισκοπότηρο της κόλασής σου, να μεταλάβεις κι εσύ κι όλοι οι αδελφοί σου χολή και γιασεμιά και πόθους.
Τότε θα τιναχτείς στον αέρα.
Θα σπάσει ο τσιμεντένιος αγωγός της σύφιλής σου, θα χεις κόκκινο χρώμα στις φλέβες σου και χέρια πολλά για να χαϊδέψεις ίσως τη μεταμέλεια. Και τότε, θα νιώσεις γλυκά. Κι αυτή δεν θα κομματιάζει τον κόλπο της με γυαλί, ούτε θα μετρά τις ώρες με μύγες, ούτε θα κηδεύει τον πόθο, παρά σαν φωτιά σαν θάλασσα πυρακτωμένη θ’ απογειωθεί στους αιώνες και στις ηδονές των ανεπαίσθητων πάνω απ τα λάβαρα και τις τρομπέτες, πάνω απ τις ιαχές, πάνω και πέρα απ την παρέλαση των τρόμων.