Παρασκευή, Αυγούστου 08, 2008


ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΝΤΑΛΟΥΚΑ
Θα κυκλοφορήσει σύντομα

Απόσπασμα από το βιβλίο….




Τα χρόνια κύλησαν σαν σταγόνες νερού στα κίτρινα του φθινόπωρου φύλλα κι όμως, την βλέπω ακόμη.
Αυτή είναι. Η Γιόλα, το μαύρο κορίτσι που έριχνε μπουνιές στον αέρα. Σκυφτή, ν’ αποφύγει το φόβο.
Από την αρχή με τον Παύλο, προειδοποίησε τον εαυτό της. «Μόνον σεξ. Ορκίσου βλαμήθιο. Ειδικά μ’ αυτόν, απαγορεύονται οι αγάπες και τα λουλούδια!».
Εκείνο το απόγευμα, καθώς τον περίμενε, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και μετά από ένα περιπαικτικό «τσα», μούντζωσε θυμωμένη στο γυαλί που δεν κράτησε τον όρκο. Σήκωσε το αγαπημένο της σκουλαρίκι, το ανκχ, αιγυπτιακό σύμβολο της ζωής, και το κρέμασε αργά στο αριστερό της αυτί. Ύστερα, θέλησε να βάλει περισσότερη μαύρη σκιά γύρω από τα μάτια, αλλά η ανάσα που έγινε ξαφνικά σπασμός, την ανάγκασε να πετάξει μακριά το μολύβι. Ακούμπησε τις παλάμες στο στήθος…

Love hurts, love scars
Love wounds, and mars any heart
Not tough or strong enough
To take a lot of pain…

Το τραγούδι της ήταν επίκληση στην χλωμή θεά Μνημοσύνη. Αυτή, που εισακούει τα πάντα, ήρθε σαν φευγαλέα σκιά, σαν ιδέα. Το κορίτσι που αισθάνθηκε την τρομερή παρουσία, συνέχισε το τραγούδι, κι η θεά λίγο- λίγο έπαιρνε την μορφή της, ώσπου εμφανίστηκε τρομερή, κρατώντας το σκήπτρο ξυράφι. Ήταν έτοιμη να ψιθυρίσει κοφτερά λόγια, όμως έμεινε σιωπηλή γιατί ακούστηκε το κουδούνι.

Η Γιόλα κινήθηκε αργά προς την πόρτα.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος μπήκε στο μεγάλο ρετιρέ και χαμογέλασε αμήχανα.
Την αγκάλιασε και τη φίλησε στο λαιμό. Της είπε «σ’ αγαπώ» τη στιγμή που εκείνη από μέσα της, τραγουδούσε…

I know it isn't true ,i know it isn't true
Love is just a lie, made to make you blue

Υπήρχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Εκείνος, ξανθός με γαλάζια μάτια, ήταν ένα χαρούμενο παιδί στα τριάντα. Εκείνη, μελαχρινή, στα είκοσι δύο της, φαινόταν θλιμμένη. Η αιτία για αυτό ήταν ο Φόβος, που την βάραινε με καθημερινό κλεφτοπόλεμο. Το κορίτσι, αισθανόταν πως κάποιος ξαφνικός θάνατος κάπου κοντά την έχει στημένη. «Φοράω ένα άσπρο φόρεμα…» έγραφε «…και κρατώ ένα τριαντάφυλλο, είναι λιακάδα και περνά…μια νεκροφόρα». Έτσι ζούσε ντυμένη πάντα στα μαύρα. Περιμένοντας την κατάρα, την πισώπλατη μαχαιριά, τον αστάθμητο παράγοντα να σκάσει εντελώς ξαφνικά σαν ποτήρι που κάνει μπαμ και θρυμματίζεται σε χίλια κομμάτια. Έτσι ζούσε. Σκυφτή, σκεπτική και σφιγμένη. Τι συνέβη και φοβήθηκε τόσο; Ένα τεράστιο σοκ, στην πολύ μικρή ηλικία, που η Λήθη προσπαθούσε να σβύσει, αλλά η σκληρή Μνημοσύνη, της το είχε χαράξει στο μέτωπο.
Ο Παύλος, ένας αμολημένος κανακάρης, έτρεχε ξέγνοιαστος να ξεπεράσει τον μύθο του οικογενειακού ήρωα και προπάππου του, Αλέξη Ζορμπά. Είχε κληρονομήσει κάτι από τον χαρακτήρα του θρυλικού λαδοπόντικα, τυχοδιώκτη, πότη, γυναικά κι αλήτη; Τα πάντα, ακόμα και την φημολογούμενη κουζουλάδα του Ζορμπά να κόψει το δάχτυλό του γιατί τον ενοχλούσε όταν έκανε κανάτια. Με την ίδια κουζουλάδα, ο Παύλος έγινε όχι κανατάς, αλλά ο νέος Ζορμπάς, ο Φρήκος .
Ο προπάππους, υπήρξε μεγάλος γυναικάς. Ο δισέγγονος, αισθανόταν ότι έπρεπε και σ’ αυτό να του μοιάσει. Για αυτό και παρηγορούσε αδιακρίτως, δεσποινίδες, χήρες, ζωντοχήρες και παντρεμένες λεβέντισσες. Όταν κάποτε ο Νίκος Τσιλογιάννης τον ρώτησε «που πας έτσι ντυμένος σαν γαμπρός;», απάντησε με μια προκλητική ειλικρίνεια «έχω ραντεβού με την γυναίκα σου!». Σε αυτή την περίπτωση, κοιμήθηκε με την γυναίκα χωρίς να μπει όμως και κάτω από την κουβέρτα του φίλου, αφού ο γάμος του Νίκου και της Λένας, από καιρό ουσιαστικά δεν υπήρχε. Φίλο που στόλισε πραγματικά με ωραιότατα κέρατα στο κεφάλι, ήταν ο Αλέξης Γκόλφης, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε από την ίδια την ζωηρή σύντροφο, πως είχε τιμηθεί με το αξίωμα του κερατά, είπε το αμίμητο «ο Παυλάκης είναι καλλιτέχνης και συνεπώς αμοράλ». Ο Γκόλφης, υπήρξε ανεκτικός και καθόλου ζηλότυπος προς το επιρρεπές στα αφροδίσια θήλυ. Δεν ήταν ο μόνος. Οι περισσότεροι, κατά το πνεύμα των ημερών, προσπαθούσαν να γίνουν αμοράλ, όχι με την έννοια του ανήθικου, αλλά του αήθους. Οι μονογαμικές σχέσεις, ήταν η εξαίρεση, και έκαστος φίλος ή γνωστός, μπορούσε να ξαπλώσει στο κοινό της παρέας κρεβάτι, όπου όλοι οι καλοί χωρούσαν και όπου ειδικά ο Παύλος, είχε διαπρέψει, αφού δεν είχε αφήσει θηλυκιά γάτα.
Σήμερα, αυτές οι εικόνες, μας προκαλούν ένα γλυκό χαμόγελο, σαν τις παλιές παιδικές φωτογραφίες, που δείχνουν πάρτι και ξεσαλώματα του ασφαλούς παρελθόντος. Πίσω όμως, εκεί στον πραγματικό τους χρόνο, γίνονταν φόβος, καθώς στριμώχνονταν στο μυαλό της Γιολάντας. Γι’ αυτήν, η σεξουαλική επανάσταση, δεν είχε τίποτε ηρωικό, ήταν απλά μια καφρίλα. Πώς πέρασαν σαν αστραπή πάλι μπροστά της όλα αυτά! Την άλλη μέρα θα έφευγε για σπουδές στο Παρίσι. Έπρεπε να του πει να χωρίσουνε; Σταμάτησε να ανησυχεί. Δεν ήταν το τσιγάρο που την χαλάρωσε, αλλά η απόφαση που βγήκε σε δευτερόλεπτα μετά την επέμβαση της χλωμής Μνημοσύνης. Η θεά, αόρατη από τον Παύλο, έφερε το κορίτσι μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη. Η Γιόλα είδε το βλαμήθιο ον τόσο μικρό και κουλό, που η αγανάχτηση ανέτρεψε το μαζοχιστικό καθεστώς της ερωτευμένης γυναίκας. Μεταμορφώθηκε σε τίγρη έτοιμη να χυμήξει πάνω στον δαμαστή της καθώς αυτός είχε το θράσος τώρα και τη ρωτούσε…
-Γιατί φεύγεις;
Όχι. Δεν θα απαντούσε σε αυτό το γιατί αντιπαραθέτοντας το άλλο γιατί της ρυτίδας στο μέτωπο, παράσημο της γαμοσχέσης της με τον Παύλο. Παρέμεινε λίγο σιωπηλή, μετρώντας την απόσταση από κείνον. Ύστερα, με όλο το βάρος της απόφασης, μίλησε σαν να του έφερνε τσαντιά στο κεφάλι
-Εδώ χωρίζουμε μεσιέ Πωλ. Υπάρχει άλλος. Γράφε μου τα νέα σου στην Αγγέλικα.

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008










ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗΝ GLORIA ROOT?

Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

Λόγια ενός κοριτσιού που κουνήθηκε

«Ο Κέρουακ είναι ένας εξαίρετος κύριος που μεταξύ άλλων έχει πει Yes Sir! Life finally gets tired of Living. Εγώ είμαι η ζωή. Κυριολεκτικά και αυτοπροσώπως λαμβάνω την τιμή να σου παρουσιαστώ. Είμαι η ζωή και ως ζωή, κουράστηκα αυτή καθαυτή την ύπαρξή μου. Γαμώτο, δεν έχω καν το προσόν της χειμερίας νάρκης!
Έχω όμως μία επιλογή απόλυτα προσωπική και αυτόνομη. Το να βάλω, όποτε εγώ θέλω κι όπως εγώ θέλω ακριβώς, σαν θεατρική παράσταση υψίστου τραγικού κάλους, το Point Final.
Ως τότε, διασκεδάζω τη θλίψη υπακούοντας στον κλασικό νόμο της δράσης αντίδρασης: Ό,τι με συντρίβει, το συντρίβω. Ό,τι με απειλεί, το απειλώ. Ό,τι με λατρεύει, το λατρεύω. Όπως εσένα.»

Αυτά μου έλεγε μια ζαβολιάρα όταν παίζαμε τα "στρατιωτάκια ακούνητα κι αγέλαστα" στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής. Δεν ξέρω τι απέγινε γιατί έκανα την βλακεία να πω πως κουνήθηκε κι έτσι να την κερδίσω.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

You and Me

To my Darkdarling

you, who you are there
me, who I am here
you, who never i shall meet
me, who never you will see me
WE,whose never we found and
never we will find us ever
though the one loves the other very much
without knowing the one the other
two creatures separate
creatures of FANTASIA....

Emmanuel- greetings from Greece.
PS. I LOVE YOU

ΒΑΡΕΘΗΚΑ

στην Candyblue

Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά –σαν θάνατος- χωρίς πόνο ή αγωνία σχεδόν χαρούμενη παρόλο νεκρή ήχος κανείς ομίχλη μόνο που κατεβαίνει το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό. Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής ισορροπία μου. Ο άνθρωπος που μου αποκάλυψε η πόρτα, ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει. Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη, εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας. Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας σε μαξιλάρια και εταζέρες και μου είπα «είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα, χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες. Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο. Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε. Περίμενε τον γκόμενο, περίμενε τα φράγκα, περίμενε την αναγνώριση, περίμενε το πράμα, περίμενε την έμπνευση, περίμενε τις συνθήκες, περίμενε τον θάνατο. Βαρέθηκα μ’ ακούς; ΒΑΡΕΘΗΚΑ. Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει, βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται, βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει, βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια, βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS, βαρέθηκα να μην είμαι αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.
Αχ καρδιά μου που πονάς
και χίλιους σταυρούς σηκώνεις
χρυσούς και αργυρούς και ξύλινους
με δίχως σταυρωμένο
άνοιξε τα μάτια σου
τα διπλοσφαλισμένα
και κοίτα δες και ρούφηξε
όλη τη σπαραχτική ομορφιά
του ήλιου που αργοσβήνει
σαν πόνος στα μάτια του παιδιού
που τους πύργους του στην άμμο
χαλάσαν βάρβαρα πόδια
ανθρώπων που ποτέ
πύργους στην άμμο δεν έφτιαξαν
ή κι αν φτιάξανε
τι φρίκη
το ξεχάσαν

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Νύχτες με Λευκά Φτερά

Ξέρω καλά
τις νύχτες όλες που κρύβεσαι και τι περνάς
όταν φοράς τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά για να ξεχνάς
Σε βλέπω πάλι
απελπισμένη τον έρωτα ψάχνεις να βρεις
Και ματωμένη στα σκοτάδια, τρόμους παλιούς ιχνηλατείς

Απόψε
μόνη ταξιδεύεις
δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
Σκυφτή με μίσος
Απαρνιέσαι
Δεσμούς αναίτιους νοσηρούς

Σε θέλω
έτσι προδομένη
δίχως ελπίδες περιττές
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
στο παραμύθι και στο χτες
Είναι ο έρωτας μια ανάσα
είναι στιγμή που ακροβατεί
Ένα σκοινί στη μια του άκρη
είμαι εγώ
στην άλλη εσύ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Η παρέλαση των τρόμων

Έχεις νιώσει πόσο είναι δύσκολο να σταθείς ευθυτενής όταν παρελαύνουν οι τρόμοι; Χωρίς να θες σκεβρώνεις, σκύβεις, οι ώμοι κλείνουν, τα γόνατα λυγίζουν και θυμάσαι τη μήτρα που αιώνες σε κουβάλαγε και τη ζέστα του αίματος αναζητάς και μόνο αυτό δεν βρίσκεις, παρά τα μάτια- διαστήματα στο χάος καρφώνεις στα τέρατα που πήραν ζωή από το κεφάλι σου κι απ΄ των άλλων την κατακραυγή.

Και τότε που τα σχήματα αλλάζουν πρόσωπο και ξεδιπλώνουν σεντόνια ματωμένα στα μπαλκόνια με τις μιμόζες, εσύ πού ήσουνα;
Και τότε που στη γωνιά με το’ να πόδι σηκωμένο στον αέρα μετρά τις ώρες με τις μύγες και τα νερά του βάλτου απ τα παράθυρα με τις δαντέλες, εσύ πού ήσουνα;
Και όταν πήρε ένα γυαλί και κομματιάζοντας το μουνί της λευτέρωσε το μίσος της στα κεντημένα μαξιλαράκια και στα σάβανα της ορφανής άνοιξης, εσύ πού ήσουνα;
Κι όταν αποχαιρετά όχι χωρίς πόνο την ομορφιά σε χώρους κλειστούς και πνιγηρούς απ΄ τα όσα όχι που άκουσε και κλείνει για πάντα το θέλω της, μυρωμένο και ανικανοποίητο, στην κοιλιά της που φουσκώνει άθελα, εσύ πού ήσουνα;
Κι όταν τρέμει τη ζυγαριά της κρίσης θα ναι βαριά να πάρει στο ζύγι χρυσάφι την υποταγή κι ας τρελαθεί απ τη σιωπή που αποτέφρωσε τους πόθους σ’ εφιάλτες τρόμους και χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, εσύ πού ήσουνα;
Πουθενά. Γιατί δεν είσαι. Δεν υπάρχεις τότε πουθενά.
Κι ας στέκεσαι ευθυτενής στην παρέλαση των τρόμων.
Είναι που σου χουν χύσει τσιμέντο στη σπονδυλική σου στήλη κι είναι που υδρόθειο κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες σου κι είναι που σου χουνε ράψει και το στόμα κι αντί χέρια έχεις δυο γάντζους να γραπώνεις τα καλαμπόκια τα μαύρα σύννεφα και τις επευφημίες του πλήθους που αλαλάζει.
Γι αυτό δεν είσαι. Ενώ η άλλη αφού εξαγνιστεί και γίνει φωτοστέφανο στο προσκεφάλι του Δράκουλα και σταγόνα δροσιάς στο λαιμό της δαγκωμένης παρθένας-γυναίκας, αφού διαπλεύσει τα βρώμικα νερά της Βενετίας σαν βεντάλια και κοκκινάδι χειλιών, θα προφτάσει να νεκροφιλήσει διάφορους έστω φίλους που αυτοκτόνησαν από τύψη, για να καταλήξει άγιο κρασί στο δισκοπότηρο της κόλασής σου, να μεταλάβεις κι εσύ κι όλοι οι αδελφοί σου χολή και γιασεμιά και πόθους.
Τότε θα τιναχτείς στον αέρα.
Θα σπάσει ο τσιμεντένιος αγωγός της σύφιλής σου, θα χεις κόκκινο χρώμα στις φλέβες σου και χέρια πολλά για να χαϊδέψεις ίσως τη μεταμέλεια. Και τότε, θα νιώσεις γλυκά. Κι αυτή δεν θα κομματιάζει τον κόλπο της με γυαλί, ούτε θα μετρά τις ώρες με μύγες, ούτε θα κηδεύει τον πόθο, παρά σαν φωτιά σαν θάλασσα πυρακτωμένη θ’ απογειωθεί στους αιώνες και στις ηδονές των ανεπαίσθητων πάνω απ τα λάβαρα και τις τρομπέτες, πάνω απ τις ιαχές, πάνω και πέρα απ την παρέλαση των τρόμων.

Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΓΙΟΛΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ



Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου, τη χρονιά που έγραψε το ποίημα



Αργότερα, όταν πια θα ξεκαθαριστούνε όλα μέσα μου, όλα τα «γιατί» που τα άφησα στη μέση λόγω τεχνικών δυσκολιών (προβλεπομένων από το πρόγραμμα)… αργότερα, όταν πια θα ηρεμήσω και θα πάψω ν αγωνίζομαι γι αυτό που δεν αλλάζει, αργότερα, όταν τα χέρια μου μ εμπιστοσύνη θα τα βάλω στα δικά σου…
τότε καλέ μου, θα πάρω ένα σακίδιο και μια κιθάρα και μόνη μου θα ταξιδέψω στις μοναξιές του ανθρώπου στ άγνωστα και επικίνδυνα μονοπάτια της ψυχής μου (ή του στομαχιού μου) κι ήρεμη χωρίς φωνές δίχως απότομες εξάρσεις θα σκαλίσω και θα ξεθάψω με τα τραγούδια της κιθάρας μου αυτό το άγνωστο «εγώ, γιατί, πού, πότε» κι ότι από γεννήθηκα με τυραννούσε, ίσως καλέ μου ίσως πια αναπαυμένο πάψει να σιγοτρώει τα σωθικά.
Έτσι έλεγα κάποτε, τώρα απλά λέω πως μ αρέσει να στέκομαι στο σταθμό, τα τρένα σα φτάνουν απ τη Γερμανία και ν ακούω ανάμεσα απ τις φωνές και τις ανακοινώσεις «γεια σου πατρίδα» και «γιατί μαζί μας δεν έρχεσαι να κοιμηθείς;» και μετά, να παίρνω ίσα πάνω την Ιουλιανού και να χορεύω στους ήχους του δρόμου με τη φαντασία μου, τα καπέλα των διαβατών ν αρπάζω και τις χοντρές κυρίες να πειράζω καθώς τρώω πασατέμπο και πετάω τα φλούδια του ψηλά για να τα δω να πέφτουν.
Μετά, μ αρέσει ακόμα να βλέπω τα μπαλόνια των παιδιών στο πάρκο σούρουπο και το άγαλμα της Αθηνάς να χαμογελάει και να παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου πίσω απ τις γρίλιες του παράθυρου.
Ακόμα, τις σκιές που ρίχνει η λάμπα στα βιβλία μου και τον καπνό του τσιγάρου που τελειώνει μ αρέσει να κοιτάζω και με τη στάχτη σχήματα περίεργα να κάνω προσπαθώντας τα απόκρυφα να βγάλω και σε πέτρινους λαβύρινθους να τα βάλω.
Τι άλλο άραγε; Τι άλλο μου αρέσει;
Πολλά. Τόσα πολλά που τώρα δεν τα θυμάμαι. Όμως κάθε φορά, κάθε στιγμή, όσο κάτι κι αν μ αρέσει, πάντα πίσω του σαν από γυάλινη διαφάνεια, βλέπω μ ορθάνοιχτα μάτια…ένα τίποτα… που μου χαμογελάει σαρδώνεια και με κοροϊδεύει, οπότε και σε μένα τίποτ άλλο πια δεν μένει, παρά να κοροϊδεύω κι εγώ… κι εγώ να γελάω και να προσπαθώ πάνω απ το τίποτα, να βάζω τη στιγμή, αυτή τη μοναδική ανεπανάληπτη στιγμή που τώρα ζω και που μαι νέα.

Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου, πέθανε στις 15 Μαρτίου 2005. Τοξικομανής από το 1978, εξέφρασε την κουλτούρα του κίτρινου σούρουπου στην Ελλάδα. Υπήρξε η μεγάλη αγάπη αλλά και η έμπνευση του Παύλου Σιδηρόπουλου. Το παραπάνω ποίημά της, είναι γραμμένο όταν ήταν στην ΣΤ Γυμνασίου και βρίσκεται στην συλλογή ΚΑΤ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΙΝ, 1973.