Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

Λόγια ενός κοριτσιού που κουνήθηκε

«Ο Κέρουακ είναι ένας εξαίρετος κύριος που μεταξύ άλλων έχει πει Yes Sir! Life finally gets tired of Living. Εγώ είμαι η ζωή. Κυριολεκτικά και αυτοπροσώπως λαμβάνω την τιμή να σου παρουσιαστώ. Είμαι η ζωή και ως ζωή, κουράστηκα αυτή καθαυτή την ύπαρξή μου. Γαμώτο, δεν έχω καν το προσόν της χειμερίας νάρκης!
Έχω όμως μία επιλογή απόλυτα προσωπική και αυτόνομη. Το να βάλω, όποτε εγώ θέλω κι όπως εγώ θέλω ακριβώς, σαν θεατρική παράσταση υψίστου τραγικού κάλους, το Point Final.
Ως τότε, διασκεδάζω τη θλίψη υπακούοντας στον κλασικό νόμο της δράσης αντίδρασης: Ό,τι με συντρίβει, το συντρίβω. Ό,τι με απειλεί, το απειλώ. Ό,τι με λατρεύει, το λατρεύω. Όπως εσένα.»

Αυτά μου έλεγε μια ζαβολιάρα όταν παίζαμε τα "στρατιωτάκια ακούνητα κι αγέλαστα" στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής. Δεν ξέρω τι απέγινε γιατί έκανα την βλακεία να πω πως κουνήθηκε κι έτσι να την κερδίσω.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

You and Me

To my Darkdarling

you, who you are there
me, who I am here
you, who never i shall meet
me, who never you will see me
WE,whose never we found and
never we will find us ever
though the one loves the other very much
without knowing the one the other
two creatures separate
creatures of FANTASIA....

Emmanuel- greetings from Greece.
PS. I LOVE YOU

ΒΑΡΕΘΗΚΑ

στην Candyblue

Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά –σαν θάνατος- χωρίς πόνο ή αγωνία σχεδόν χαρούμενη παρόλο νεκρή ήχος κανείς ομίχλη μόνο που κατεβαίνει το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό. Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής ισορροπία μου. Ο άνθρωπος που μου αποκάλυψε η πόρτα, ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει. Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη, εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας. Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας σε μαξιλάρια και εταζέρες και μου είπα «είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα, χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες. Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο. Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε. Περίμενε τον γκόμενο, περίμενε τα φράγκα, περίμενε την αναγνώριση, περίμενε το πράμα, περίμενε την έμπνευση, περίμενε τις συνθήκες, περίμενε τον θάνατο. Βαρέθηκα μ’ ακούς; ΒΑΡΕΘΗΚΑ. Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει, βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται, βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει, βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια, βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS, βαρέθηκα να μην είμαι αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.
Αχ καρδιά μου που πονάς
και χίλιους σταυρούς σηκώνεις
χρυσούς και αργυρούς και ξύλινους
με δίχως σταυρωμένο
άνοιξε τα μάτια σου
τα διπλοσφαλισμένα
και κοίτα δες και ρούφηξε
όλη τη σπαραχτική ομορφιά
του ήλιου που αργοσβήνει
σαν πόνος στα μάτια του παιδιού
που τους πύργους του στην άμμο
χαλάσαν βάρβαρα πόδια
ανθρώπων που ποτέ
πύργους στην άμμο δεν έφτιαξαν
ή κι αν φτιάξανε
τι φρίκη
το ξεχάσαν

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Νύχτες με Λευκά Φτερά

Ξέρω καλά
τις νύχτες όλες που κρύβεσαι και τι περνάς
όταν φοράς τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά για να ξεχνάς
Σε βλέπω πάλι
απελπισμένη τον έρωτα ψάχνεις να βρεις
Και ματωμένη στα σκοτάδια, τρόμους παλιούς ιχνηλατείς

Απόψε
μόνη ταξιδεύεις
δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
Σκυφτή με μίσος
Απαρνιέσαι
Δεσμούς αναίτιους νοσηρούς

Σε θέλω
έτσι προδομένη
δίχως ελπίδες περιττές
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
στο παραμύθι και στο χτες
Είναι ο έρωτας μια ανάσα
είναι στιγμή που ακροβατεί
Ένα σκοινί στη μια του άκρη
είμαι εγώ
στην άλλη εσύ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Η παρέλαση των τρόμων

Έχεις νιώσει πόσο είναι δύσκολο να σταθείς ευθυτενής όταν παρελαύνουν οι τρόμοι; Χωρίς να θες σκεβρώνεις, σκύβεις, οι ώμοι κλείνουν, τα γόνατα λυγίζουν και θυμάσαι τη μήτρα που αιώνες σε κουβάλαγε και τη ζέστα του αίματος αναζητάς και μόνο αυτό δεν βρίσκεις, παρά τα μάτια- διαστήματα στο χάος καρφώνεις στα τέρατα που πήραν ζωή από το κεφάλι σου κι απ΄ των άλλων την κατακραυγή.

Και τότε που τα σχήματα αλλάζουν πρόσωπο και ξεδιπλώνουν σεντόνια ματωμένα στα μπαλκόνια με τις μιμόζες, εσύ πού ήσουνα;
Και τότε που στη γωνιά με το’ να πόδι σηκωμένο στον αέρα μετρά τις ώρες με τις μύγες και τα νερά του βάλτου απ τα παράθυρα με τις δαντέλες, εσύ πού ήσουνα;
Και όταν πήρε ένα γυαλί και κομματιάζοντας το μουνί της λευτέρωσε το μίσος της στα κεντημένα μαξιλαράκια και στα σάβανα της ορφανής άνοιξης, εσύ πού ήσουνα;
Κι όταν αποχαιρετά όχι χωρίς πόνο την ομορφιά σε χώρους κλειστούς και πνιγηρούς απ΄ τα όσα όχι που άκουσε και κλείνει για πάντα το θέλω της, μυρωμένο και ανικανοποίητο, στην κοιλιά της που φουσκώνει άθελα, εσύ πού ήσουνα;
Κι όταν τρέμει τη ζυγαριά της κρίσης θα ναι βαριά να πάρει στο ζύγι χρυσάφι την υποταγή κι ας τρελαθεί απ τη σιωπή που αποτέφρωσε τους πόθους σ’ εφιάλτες τρόμους και χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, εσύ πού ήσουνα;
Πουθενά. Γιατί δεν είσαι. Δεν υπάρχεις τότε πουθενά.
Κι ας στέκεσαι ευθυτενής στην παρέλαση των τρόμων.
Είναι που σου χουν χύσει τσιμέντο στη σπονδυλική σου στήλη κι είναι που υδρόθειο κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες σου κι είναι που σου χουνε ράψει και το στόμα κι αντί χέρια έχεις δυο γάντζους να γραπώνεις τα καλαμπόκια τα μαύρα σύννεφα και τις επευφημίες του πλήθους που αλαλάζει.
Γι αυτό δεν είσαι. Ενώ η άλλη αφού εξαγνιστεί και γίνει φωτοστέφανο στο προσκεφάλι του Δράκουλα και σταγόνα δροσιάς στο λαιμό της δαγκωμένης παρθένας-γυναίκας, αφού διαπλεύσει τα βρώμικα νερά της Βενετίας σαν βεντάλια και κοκκινάδι χειλιών, θα προφτάσει να νεκροφιλήσει διάφορους έστω φίλους που αυτοκτόνησαν από τύψη, για να καταλήξει άγιο κρασί στο δισκοπότηρο της κόλασής σου, να μεταλάβεις κι εσύ κι όλοι οι αδελφοί σου χολή και γιασεμιά και πόθους.
Τότε θα τιναχτείς στον αέρα.
Θα σπάσει ο τσιμεντένιος αγωγός της σύφιλής σου, θα χεις κόκκινο χρώμα στις φλέβες σου και χέρια πολλά για να χαϊδέψεις ίσως τη μεταμέλεια. Και τότε, θα νιώσεις γλυκά. Κι αυτή δεν θα κομματιάζει τον κόλπο της με γυαλί, ούτε θα μετρά τις ώρες με μύγες, ούτε θα κηδεύει τον πόθο, παρά σαν φωτιά σαν θάλασσα πυρακτωμένη θ’ απογειωθεί στους αιώνες και στις ηδονές των ανεπαίσθητων πάνω απ τα λάβαρα και τις τρομπέτες, πάνω απ τις ιαχές, πάνω και πέρα απ την παρέλαση των τρόμων.